θεα

θεα
    I.
    θεά
    лак. σιά -ᾶς ἥ (эп. dat. pl. θεῇς и θεῇσιν) богиня
    

(θεοὴ θεαί τε Aesch.)

    Παλλὰς θ. Soph. — богиня Паллада;
    αἱ σεμναὴ θεαί Soph., Arph., Arst., Plut. — глубоко чтимые богини, тж. ἔμφοβοι или δειναὴ Soph. страшные и ἀνώνυμοι Eur. безымянные = Ἐρινύες;
    μεγάλαι θεαί Soph. — великие богини и τὰ θεά или δύο τὼ θεά Plat. обе богини = Δημήτηρ и Περσεφόνη;
    часто - — приложение со смыслом прилаг. (θ. μήτηρ, θεαὴ Νύμφαι Hom.; Μοῦσαι θεαί Aesch.);
    иногда - в — применении к низшим женским божествам:
    μῆνιν ἄειδε, θ., Ἀχιλῆος Hom. — воспой, Муза, гнев Ахилла;
    πότνα θ.! (или πότνια при θεά — односложном) Hom. владычица-богиня! (в обращении к нимфе Калипсо)

    II.
    θέα
    θέᾱ
    ион. θέη ἥ [θεάομαι]
    1) смотрение, глядение, созерцание
    

θέης ἄξιος Her. — достойный обозрения, достопримечательный;

    εἰς θέαν τινὸς ἔρχεσθαι Eur. — прийти посмотреть что-л.;
    ἐλθεῖν ἐπὴ θέαν τἀνδρός Plat. — пойти взглянуть на этого человека;
    ἐπὴ τῇ θέᾳ τῇ αὑτοῦ Xen. — при виде его, взглянув на него;
    ἥ τοῦ ὄντος θ. Plat. — созерцание чистого бытия;
    ὄμμασιν θέαν λαβεῖν Soph. — окинуть взором, лицезреть;
    ἀκροτάτην ἔχειν θέαν Arst. — быть крайне трудным для рассмотрения

    2) вид, внешность, наружность
    

ἔλαφος διαπρεπές τέν θέαν Eur. — лань редкой красоты;

    ἀπὸ τῆς θέας εἰκάζειν Luc. — походить внешностью

    3) вид, зрелище
    

πικρὰ θ. Eur. — ужасный вид;

    μάλ΄ ἄζηλος θ. Soph. — печальное зрелище;
    ἀταρβές τῆς θέας Eur. — не будучи потрясен этим зрелищем;
    θέαι ἀμήχανοι τὸ κάλλος Plat. — видения неописуемой красоты

    4) преимущ. pl. театральное зрелище, представление
    

(αἱ μεγάλαι θέαι Plut.)

    5) место в театре
    

θέαν καταλαμβάνειν Dem. — занимать место среди зрителей;

    θέαν ἔχειν ἐν θεάτρῳ Plut. — иметь место в театре


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "θεα" в других словарях:

  • θέα — θέᾱ , θέα seeing fem nom/voc/acc dual θέᾱ , θέα seeing fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) θέᾱ , θεάω gaze at pres imperat act 2nd sg θέᾱ , θεάω gaze at imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) θεον of twelve Gods neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεά — θεά̱ , θεά goddess fem nom/voc/acc dual θεά̱ , θεά goddess fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεᾷ — θεά goddess fem dat sg (attic doric aeolic) θεάομαι gaze at pres subj mp 2nd sg θεάομαι gaze at pres ind mp 2nd sg (epic) θεάω gaze at pres subj mp 2nd sg θεάω gaze at pres ind mp 2nd sg (epic) θεάω gaze at pres subj act 3rd sg θεάω gaze at pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις ανατολικές απολήξεις του Μακρού Όρους, 41 χλμ. ΒΔ της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στον …   Dictionary of Greek

  • θεά — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις ανατολικές απολήξεις του Μακρού Όρους, 41 χλμ. ΒΔ της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στον …   Dictionary of Greek

  • θέᾳ — θέαι , θέα seeing fem nom/voc pl θέᾱͅ , θέα seeing fem dat sg (attic doric ionic aeolic) θέαι , θέω dhávate pres ind mid 2nd sg (attic epic ionic) θέαι , θέω dhávate pres ind mid 2nd sg (attic epic ionic) θέαι , τίθημι p aor subj mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέα — η 1. κοίταγμα, παρατήρηση: Η πολυκατοικία που χτίστηκε τελευταία μας κόβει τη θέα. 2. θέαμα, εικόνα: Απολαμβάνω τη θέα της θάλασσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεά — η 1. θηλ. του θεός: Θεά του έρωτα. 2. μτφ., γυναίκα πολύ όμορφη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιγείρου θέα — Αρχαία έκφραση, που σήμαινε την παρακολούθηση των δημόσιων θεαμάτων από το ύψος των αιγείρων (λευκών), που βρίσκονταν γύρω από το θέατρο. Την εποχή που οι θεατές πλήρωναν δικαίωμα εισόδου στο θέατρο, η θέση στη λεύκα στοίχιζε φθηνότερα …   Dictionary of Greek

  • θεάσασθ' — θεά̱σασθε , θεάομαι gaze at aor imperat mp 2nd pl (attic) θεά̱σασθε , θεάομαι gaze at aor imperat mp 2nd pl (doric aeolic) θεά̱σασθαι , θεάομαι gaze at aor inf mp (attic) θεά̱σασθαι , θεάομαι gaze at aor inf mp (doric aeolic) θεά̱σασθε , θεάομαι… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεαθέντα — θεᾱθέντα , θεάομαι gaze at aor part mp neut nom/voc/acc pl (attic) θεᾱθέντα , θεάομαι gaze at aor part mp masc acc sg (attic) θεᾱθέντα , θεάομαι gaze at aor part mp neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) θεᾱθέντα , θεάομαι gaze at aor part mp… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»